Ηράκλειο 2010, σελίδες 982, χαρτόδετο
Οπισθόφυλλο
«…Μεγάλη καὶ σχεδὸν εὔθυμη παρέα ἐπλέαμε, ἕνα ζεστὸ φθινοπωριάτικο ἀπομεσήμερο, μ᾿ ἕνα βενζινοκίνητο ἱστιοφόρο ποὺ ἐναυλώσαμε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόλαο Λασηθίου, στὴν παιγνιδιάρικη γαλήνη τοῦ κόλπου τοῦ Μεραμπέλου τὴ στολισμένη μὲ σπαρτὰ νησιά. Ἀριστερά μας τὰ ὀρθὰ βουνὰ τῆς παναρχαίας Μινώας ποὺ βγάζει τὰ περίφημα «ἀκόνια» ἀπὸ τὴν πέτρα της, μὲ τὴν παραθαλάσσια Ὀλούντα, στὰ χώματα τῆς ὁποίας ἀνεσκάφησαν τὰ πρῶτα νομίσματα ποὺ ἐκόπησαν στὴν ἀνθρωπότητα· καὶ δεξιά μας τὰ μακρυνότερα βραχώδη τείχη τῆς Στειακῆς ὀροσειρᾶς. Στὸ στόμιο μίας γραφικῆς μικρούλας διώρυγος ἑνὸς νησιοῦ ποὺ δένεται μ᾿ ἕνα ξύλινο γεφυράκι ἀνυψούμενο διὰ πρωτογόνου μηχανικῆς, ἀναγκαζόμαστε νὰ σταματήσουμε καὶ νὰ βγοῦμε στὴ στερηά: εἶνε Κυριακή, καὶ ὁ Ἠλίας ὁ καπετάνιος τοῦ σκάφους τά᾿ χει πιῆ ἀπὸ νωρίς, κι᾿ ἔτσι παρ᾿ ὅλας τὰς διαβεβαιώσεις του ὅτι εἶνε «ἐντάξει» πρὶν ξεκινήσουμε, εἶχε ξεχάσῃ νὰ ἐφοδιάσῃ μὲ τὴν ἀπαιτούμενη ποσότητα βενζίνας τὸ ντεπόζιτο τῆς μηχανῆς! Ἀλλὰ καὶ τὸ καΐκι του ἀποκαλύπτεται αἴφνης ὅτι εἶνε μεγάλο καὶ δὲν περνᾶ τὸ στενό. Σὰν ναυαγοὶ ἀμηχανοῦμε στ᾿ ἁρμυρήκια, πλάϊ στὴν ὠμορφιὰ ποὺ καθρεπτίζουν τὸν ἥλιο τὰ ρηχὰ διάφανα νεράκια τοῦ πορθμοῦ. Ἕνα στίγμα διακρίνεται στὸ βάθος ὡς ἀπὸ μηχανῆς θεός. Ξανοίγουμε προσεκτικὰ μὲ τὰ κυάλια, καὶ νά, ἕνα πλεούμενο· καὶ ἔρχεται ὁλοταχῶς πρὸς τὰ ἐδῶ. Σὲ λίγο ἀκοῦμε καθαρὰ καὶ τὸ ρυθμικὸ κρότο τοῦ μοτέρ. Εἶνε βαρκάκι γρήγορο, μὲ βενζίνα, κι᾿ ἔχει ἐπιβάτες φιλόξενους κι᾿ εὐγενικοὺς ποὺ προσφέρονται πρόθυμοι νὰ μᾶς πάρουν μαζί τους νὰ συνεχίσουμε τὸ ταξείδι πρὸς τοὺς λεπρούς. Καὶ πλέουμε, ἀνάμεσα ἀπὸ διπλὴ κορνίζα βουνῶν, καὶ τρέμουμε ὅτι θὰ σουρουπώσῃ καὶ δὲν θὰ προφτάσουμε τίποτε, καὶ ἐντείνουμε μὲ τὴν ἀγωνία μας τὴν ταχύτητα, καὶ σὲ λίγο νά, ἐφάνηκε ν᾿ ἀσπρίζῃ πέρα μακρυὰ τὸ μυστηριακὸ νησὶ τῶν λεπρῶν…».