Η Σοφία και ο Δημήτρης ταξίδεψαν με το ίδιο καράβι, μετανάστες για την Αυστραλία, το `20. Διέσχισαν τους ωκεανούς σ` ένα μακρύ ταξίδι που θα άλλαζε τη ζωή τους. Εκείνος επιβάτης στην πρώτη θέση, γόνος γνωστής οικογένειας που ήθελε να ξεφύγει από τα πολιτικά μίση. Εκείνη με εισιτήριο τρίτης θέσης, κάτω στα αμπάρια, απελπιστικά φτωχή, το μεγαλύτερο από τα εφτά παιδιά που άφησε ο πατέρας της σαν πνίγηκε με τη βάρκα. Λαχταρούσε να γλιτώσει από την πείνα και να σώσει τα αδέρφια της από τη μιζέρια. Η μοίρα θέλησε να συναντηθούν απρόβλεπτα, να ερωτευτούν και να αγαπηθούν δυνατά, αν και ανήκαν σε άλλους κόσμους. Πορεύτηκαν μαζί σε χαρές και λύπες, κερδίζοντας μια καινούρια πατρίδα που αναγνώρισε τους κόπους τους.